- σμῆν
- σμάωwipepres inf act (epic doric)σμάωwipepres inf act (doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Смедва — Смедовка – названия рек в [бывш.] Тульск. и Ряз. губ., ср. цслав. смѣдъ μαυρός, μέλας, сербохорв. сме̏ђ, а, о коричневый; темно каштановый; смуглый; гнедой , словен. smẹ̑d, smẹda, чеш. smědy темно коричневый , др. польск. smiady, польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
мадеж — матеж пятно на лице (беременной) , вторая форма – под влиянием мать; малеж – то же (под влиянием малина), сербохорв. ма̏деж родимое пятно , мла̏деж – то же (от мла̑д); словен. mа̑dеž пятно, ржавчина, родинка . Недостоверно родство с греч. σμῶδιξ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… … Dictionary of Greek
κωμηδόν — (Α) επίρρ. κατά κώμες («Σικανοὶ τὸ παλαιὸν κωμηδὸν ὤκουν», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. κτην ηδόν, σμην ηδόν)] … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… … Dictionary of Greek
τοφιών — ῶνος, ὁ, Α λατομείο τόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tofus «είδος λίθου» με επίθημα (ι)ών (πρβλ. σμην ιών)] … Dictionary of Greek
smē-, smeī-, sm-ei- — smē , smeī , sm ei English meaning: to smear, rub Deutsche Übersetzung: ‘schmieren, darũberwischen, streichen; darũber hinreiben” Material: Gk. Infin. σμῆν, Aor. σμῆσαι ‘schmieren, abwischen, abrade”, 3. sg. pass. σμῆται,… … Proto-Indo-European etymological dictionary